- επέκταμα
- το [επεκτείνω]αυτό που προσαρμόζεται σ' ένα αντικείμενο για προέκταση, προσθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσόντα — η (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε φόρεμα για μεγάλωμά του. 2. μτφ., πρόσθετο κομμάτι σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, προσθήκη, επέκταμα, παρέκταμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)